κεροεις

κεροεις
    κερόεις
    -όεσσα (стяж. κεροῦσσα) -όεν
    1) рогатый
    

(ἔλαφος Anacr.; ποίμνη Eur.)

    2) роговой или выложенный рогом, оправленный в рог
    

(λωτός Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κεροεις" в других словарях:

  • κερόεις — κερόεις, όεσσα, όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [κέρας] 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.) 2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο …   Dictionary of Greek

  • κερόεις — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροέσσης — κερόεις horned fem gen sg (attic epic ionic) κεροέις fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροέσσῃ — κερόεις horned fem dat sg (attic epic ionic) κεροέις fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεν — κερόεις horned masc voc sg κερόεις horned neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντα — κερόεις horned neut nom/voc/acc pl κερόεις horned masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροέντος — κεροέις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντας — κερόεις horned masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντι — κερόεις horned masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεντος — κερόεις horned masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερόεσσα — κερόεις horned fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»